11. νηστεία: τὸ τέλος τῆς ἰδιοτέλειας

Τὸ κείμενο τοῦ "ἀποστόλου" τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς (Ρωμ.13:11-14:4), μὲ τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἰσάγει τὴν ἀσκητικὴ περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, εἶναι ἀρκετὰ γνωστό, ἀλλὰ καὶ ἀρκετὰ τετριμμένο ἑρμηνευτικά, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ καὶ συχνὰ ἠθικιστικὴ χρήση του. Ὅμως πρόκειται γιὰ ἀπόσπασμα μὲ μεγάλη μεσσιανικὴ δυναμικὴ καὶ μὲ θέση κλειδί στὴν πιὸ πολιτικὴ ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. (Γιὰ τὴν συνάφεια τοῦ 13ου κεφ. τῆς Πρὸς Ρωμαίους εἶναι δύσκολο νὰ ἐπεκταθοῦμε ἐδῶ, ἀλλὰ τὸ χρωστᾶμε σὲ ἄλλη εὐκαιρία.)

Τὸ ἀπόσπασμα εἰσάγεται μὲ μιὰ δήλωση, ποὺ ἡ σημασία της εἶναι συγκεκαλυμμένη (ὅπως συχνὰ συμβαίνει σὲ τόσο δυνατὰ κείμενα τοῦ Παύλου):
(13:) 11 Καὶ αὐτὸ [ποὺ σᾶς εἶπα μόλις τώρα (ἀναφέρεται στὴν συνάφεια ποὺ προηγήθηκε καὶ θὰ ἐξετάσουμε σὲ λίγο) νὰ τὸ πάρετε πολὺ σοβαρά,] καθὼς ἔχετε ἐπίγνωση τῶν καιρῶν ποὺ ζοῦμε· ὅτι εἶναι ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο μας, γιατὶ τώρα εἴμαστε πιὸ κοντά, ἀπὸ ὅτι ποτὲ ἐλπίζαμε, στὴν σωτηρία μας. 12 Ἡ νύχτα τελειώνει, ἡ μέρα σιμώνει. Νὰ ἀφήσουμε στὴν ἄκρη τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ νὰ ἁρματωθοῦμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. [...] 14 ...καὶ μὴν ἀσχολιέστε ἄλλο μὲ τὶς ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίες.
Ἡ δήλωση τοῦ Παύλου εἶναι διαίτερα ἐντυπωσιακὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκληφθῆ ἐπιπόλαια, οὔτε σὰν ἀπειλητικὴ προφητεία (ὁ Παῦλος δὲν εἶναι βέβαια ἕνας ἀνόητος ψευδοπροφήτης κακῶν, ποὺ προσπαθεῖ νὰ "ψαρώση" τοὺς ἀκροατές του καὶ νὰ τοὺς "πιάση στὸ φιλότιμο") οὔτε σὰν σχῆμα λόγου. Γιατί λοιπὸν λέει νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύαμεν;
Ὁ ἀκριβὴς προσδιορισμὸς τῆς ἡμέρας τῆς τελικῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀρχῆς τῶν Ἐσχάτων ἔχει αὐστηρὰ ἀποκλεισθεῖ στὴν Γραφὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ φτάνει στὴν ἐξωφρενικὴ ὁμολογία (Μθ.24:36) ὅτι οὔτε ὁ ἴδιος δὲν γνωρίζει τὸν χρόνο της, παρὰ μόνο ὁ Πατέρας του. Προφανῶς αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος θέλει "νὰ μᾶς κάνει ἔκπληξη" ἢ "νὰ μᾶς πιάση στὰ πράσα". Ἡ ἀπροσδιοριστία τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς τοῦ τέλους τῆς Ἱστορίας, πολὺ περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἡθικὴ σκοπιμότητα, ἔχει ἕνα κρίσιμο σημαινόμενο:
Ἡ ἱστορία τελειώνει, ὄχι ὑπακούοντας σὲ κάποια ἐσωτερική της ἀναγκαιότητα (ὅταν "φάη τὰ ψωμιά της"), ἀλλὰ σὰν ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης καὶ οὐσιαστικῆς (κατὰ τὴν οὐσία, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν δημιουργικὴ δύναμη) θέλησης τοῦ Θεοῦ.
Μόνο τοῦ Θεοῦ; Ἴσως ὁ Παῦλος ἐδῶ νὰ ὑποπτεύεται, καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Γυρνῶ λοιπὸν στὸ ἀπόσπασμα.
Ὁ Παῦλος, ποὺ γνωρίζει πολὺ καλὰ τὸν παραπάνω ἀποκλεισμὸ τῆς γνώσης τοῦ χρόνου τῶν Ἐσχάτων, τολμᾶ νὰ μιλᾶ γιὰ ἐγγύτητα, χωρὶς νὰ φοβᾶται μὴν βγῆ ψεύτης. Προφανέστατα, γιατὶ ἡ ἐγγύτητα τοῦ ἀποσπάσματος δὲν εἶναι χρονικὴ ἐγγύτητα, ἀλλὰ κάτι ἄλλο. Τὸ λέει τὸ ἴδιο τὸ ἀπόσπασμα: ἐγγύτερον ἡμῶν. Ἡ ἐγγύτητα τῶν Ἐσχάτων, εἶναι ἐγγύτητα ὑπαρξιακή· ἐγγύτητα μεγαλύτερη ὅτε ἐπιστεύσαμεν. Στὸ ἀπόσπασμα δηλώνεται σαφέστατα ὅτι τὰ Ἔσχατα εἶναι προσωπικὴ εὐθύνη, ποὺ βρίσκεται πέραν τῆς ἱστορίας (σὰν τέλος), ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῆς ἱστορίας (σὰν παρόν).
Τὸ ἐντὸς τῆς ἱστορίας δὲν ἐξαντλεῖται στὴν κριτικὴ της (εἰδότες τὸν καιρὸν καὶ ἡ νὺξ προέκοψεν), ἀλλὰ περιλαμβάνει καὶ τὴν κρίση της (ἀποθώμεθα τὰ ἔργα τοῦ σκότους), δηλαδή, τὸ τέλος της. (Μὲ αὐτὴν τὴν ἀνάγνωση, πιστεύω ὅτι ὁ Παῦλος, πιστὸς στὸ "ἀντινομικό" πρόγραμμα του, ἴσως ὑποπτευόταν τὴν συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἔλευση τῶν Ἐσχάτων.)

Τί σημαίνει, λοιπόν, γιὰ τὸν Παῦλο (ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ διαβάζει τὸ συγκεκριμένο ἀπόσπασμα αὐτὴν τὴν ἡμέρα) τὸ κάλεσμά του ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός;
Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει ἀμέσως: ἐνδύσασθε τὸν κύριον Ἰησοῦν Χριστόν (13:14). Καὶ αὐτὸ τὸ ἐνδύσασθε δὲν τὸ ἀφήνει ἀσυνόδευτο στὴν ἑρμηνευτικὴ αὐθαιρεσία τοῦ ἀκροατή. Τὸ ἔχει ἤδη σαφέστατα διατυπώσει στὴν εἰσαγωγικὴ συνάφεια τοῦ ἀποσπάσματος: Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀλλήλους ἀγαπᾶν (13:8). Καὶ τὸ κάνει πιὸ "λιανὰ" στὴν συνέχεια: οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει (14:7).
Πιὸ σαφὲς δὲν γίνεται:
Ἰδιοτέλεια = νύχτα & σκότος = ὁ ἱστορικὸς Κόσμος & ὁ Νόμος του.
Ἀγάπη τοῦ ἄλλου & ζωὴ μέσα ἀπὸ τὸν ἄλλον = φῶς & ἡμέρα = τὰ Ἔσχατα τώρα

Σὲ αὐτὸ τὸ νοηματικὸ πλαίσιο τίθεται καὶ ἡ νηστεία. Σὲ αὐτὸ τὸ νοηματικὸ πλαίσιο ἡ νηστεία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἰδιωτικὴ ἀσκητικὴ γυμναστική, πράγμα που τὸ ἔχει ἀποκλείσει κι ἀλλοῦ (1Τιμ.4:8). Ἡ νηστεία, σὲ αὐτὸ τὸ νοηματικὸ πλαίσιο, μπορεῖ νὰ γίνη κατανοητὴ μόνο σὰν πράξη ἄρνησης καὶ ἀκύρωσης τοῦ Κόσμου, δηλαδὴ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἰδιοτέλειας, τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Παρόντος Αἰῶνος. Ὅταν ἡ νηστεία γίνεται στοιχεῖο πολιτισμοῦ, ἔργο ποὺ ταυτίζει τὸν δράστη της μὲ ἕναν πολιτισμό, τότε δὲν εἶναι νηστεία... Ἔκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ νοὶ πληροφορείσθω (14:5). Ὁ Παῦλος μᾶς καλεῖ (καὶ μαζί του ἡ ζωντανὴ Ἐκκλησία) νὰ κάνουμε τὰ Ἔσχατα παρόν. Νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν πολιτισμὸ τῆς ἰδιοτέλειας (δηλαδὴ κάθε πολιτισμό) μὲ τὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Χριστό: ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ κυρίου ἐσμέν (14:8).

κλήση τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἔλευση τῶν Ἐσχάτων τώρα στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὁ Παῦλος τὴν διερμηνεύει καὶ τὴν ἀναδιατυπώνει, εἶναι ἀπόλυτη καὶ δὲν χωρεῖ στρογγυλέματα καὶ πατριωτικὲς "κόνξες". Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀφήση ὁ Ἀπόστολος καμμιὰ ἀμφιβολία, κλείνει τὴν διαπραγμάτευσή του ἔτσι:
(14:) 11 Ζῶ γώ, λέγει κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ θεῷ. 12 ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει.

Σημ.1: Εἶναι χρήσιμο νὰ θυμόμαστε ὅτι στὰ χρόνια ποὺ γράφτηκε αὐτὴ ἡ ἐπιστολή, καὶ στὸ περιβάλλον των παραληπτῶν της, ἡ κρεωφαγία ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ λατρεία· ὅπως ἐπίσης και ὅτι ἡ λέξη σωτηρία (13:11) δὲν εἶχε θρησκευτικὴ σημασία, ὅπως σήμερα, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ πολιτική.
Σημ.2: Παραμένει (ἂν ὄχι, γίνεται ἐνοχλητικώτερο) τὸ "σκάνδαλο" τῶν στίχων 13:1-7, καὶ καλὸ εἶναι τώρα πού, μὲ αὐτὴν τὴν ἀνάρτηση, εἶναι ζεστὸ τὸ σίδερο, νὰ τὸ ἀντιμετωπίσω. Μακάρι ὁ Κύριος νὰ μοῦ δώση τὴν εὐκαιρία, σύντομα.